- ἀκοίμητα
- ἀκοίμητοςsleeplessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθοδροσοστολίζω — δροσίζω κι ομορφαίνω («και το ανθοδροσοστολίζει με τ’ ακοίμητα νερά», Σολωμός) … Dictionary of Greek